μπατακτσής

μπατακτσής
ο
βλ. μπαταξής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαταξής — και μπατακτσής και μπαταχτσής και μπαταχτζής, ο, θηλ. ίδισσα και ού αυτός που δεν εξοφλεί τα χρέη του, ο κακοπληρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batakci (< batak «βούρκος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”